Assassin’s Creed Origins |Review
Ευτυχώς έχουμε ξεφύγει από την τάση των τελευταίων ετών της Ubisoft που έβλεπε στο πρόσωπο του Assassin’s Creed, το δικό της Call of Duty. Οι συνεχείς κυκλοφορίες έφεραν φθορές στην ποιότητα της σειράς οδηγώντας τα πιο πρόσφατα παιχνίδια να είναι στην καλύτερη μέτρια, με ελάχιστες καινοτομίες πέρα από τα νέα settings που κάθε χρόνο άλλαζαν. Το Assassin’s Creed χρειαζόταν ένα διάλειμμα από τις ετήσιες κυκλοφορίες και η Ubisoft αποφάσισε να δώσει στον επόμενο τίτλο έναν επιπλέον χρόνο ανάπτυξης προκειμένου να βγάλει τη σειρά από το τέλμα.
Ευτυχώς το Assassin’s Creed Origins καταφέρνει να κάνει αυτό που ήλπιζε η Ubisoft. Το παιχνίδι φαίνεται ότι δεν είναι βεβιασμένο από την πρώτη κιόλας στιγμή, μιας και οι μηχανισμοί του gameplay δεν παραμένουν οι ίδιοι με τα παιχνίδια της περασμένης δεκαετίας, αλλά εμπλουτίστηκαν με σημαντικά στοιχεία RPG, δανειζόμενο μάλιστα αρκετούς μηχανισμούς από άλλα παιχνίδια του είδους όπως το Witcher ή τις μάχες του Demon Souls.
H ιστορία του φετινού τίτλου ακολουθεί τον Bayek, έναν πολεμιστή – εκλεκτό του φαραώ- και φύλακα του χωριού Siwa, όταν στην περιοχή εμφανίζονται μία ομάδα ύποπτων μασκοφόρων τυπών οι οποίοι έχουν στην κατοχή τους το Μήλο της Εδέμ και φαίνεται να γνωρίζουν εν μέρει τις δυνατότητες του. Μιλάμε για μία εποχή πριν του Ασσασσίνους και τους Templars, οπότε δεν τίθεται θέμα ιδεολογίας. Ο Bayek και η σύντροφός του κυνηγούν τα μέλη της μυστηριώδους αυτής ομάδας αποκλειστικά για λόγους εκδίκησης. Στην όλη προσπάθεια ο πρωταγωνιστής θα ταξιδέψει σε κάθε μεριά της Αιγύπτου, από την ξακουστή πόλη που ίδρυση ο Μέγας Αλέξανδρος, Αλεξάνδρεια, μέχρι τις πυραμίδες της Γκίζας, από πυκνοκατοικημένες πόλεις μέχρι ερημομένα σπήλαια.
Πρόκειται ίσως για ένα από τα πιο καλοδουλεμένα open world περιβάλλοντα που έχουμε δει ίσως μέχρι σήμερα, αν όχι σε όλα τα παιχνίδια, σίγουρα στην σειρά της Ubisoft. Η ομορφιά της Αιγύπτου αποτυπώνεται πανέμορφα στον ψηφιακό κόσμο, με την κλίμακα να είναι εντυπωσιακή. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που ακόμη και μετά από δεκάδες ώρες ενασχόλησης με τον τίτλο μεγάλο μέρος του χάρτη παρέμεινε ανεξερεύνητο, δίνοντας έτσι επιπλέον value ενασχόλησης με το παιχνίδι. Και δεν μιλάμε για έναν αχανή χάρτη χωρίς περιεχόμενο. Υπάρχουν δραστηριότητες παντού.
Αλλά όλα αυτά είναι παράλληλες δραστηριότητες. Το βασικό κέντρο του παιχνιδιού είναι τα quests, βασικά και μη. Η βασική ιστορία ξετυλίγεται από τα κύρια quests, με τον Bayek να εξελίσσεται γρήγορα σε έναν αγαπημένο χαρακτήρα, ίσως ένα κλικ παραπάνω από τους πρόσφατους ήρωες που εισήγαγε η σειρά στα τελευταία entries. Και το θετικό στην όλη ιστορία είναι πως τα quests πλέον περιέχουν μία ποικιλία, δίνοντας λίγο ανάσα φρεσκάδας στο παιχνίδι, μιας και τα τελευταία επτά-οκτώ χρόνια η σειρά παρέμενε σχεδόν στάσιμη. Οι αποστολές ποικίλουν από εκτελέσεις αντιπάλων μέχρι ακραία boss fights με τύπισσα που πετάει φλεγόμενα βέλη και έχει δύο ύαινες.
Οι side-missions είναι κάπως λιγότερο εμπνευσμένες (και μερικές αρκετά κουραστικές), αλλά πάντα θα έχουν μία δόση ιστορίας προκειμένου να προσδώσει ένα εξτρα κίνητρο ολοκλήρωσής τους. Για παράδειγμα, χαρακτηριστικά, ένας έμπορος έψαχνε το άλογό του που του είχαν κλέψει, και εν τέλει στο τέλος αποκαλύπτεται πως δεν ήταν δικό του άλογο και απλά κάναμε εμείς την σκληρή δουλειά για τον κλέψει. Παράλληλα, η ενασχόληση των side missions, αν και όχι αναγκαία, κρίνεται απαραίτητη αφού δίνουν πολύτιμους πόντους εμπειρίας και σας ανεβάζουν level, προκειμένου να ανταπεξέλθετε στις δύσκολες main αποστολές που είναι συνεχώς κλιμακούμενης δυσκολίας.
Αφήνοντας πίσω την ιστορία, η οποία τονίζουμε ότι είναι πολύ ενδιαφέρουσα, περνάμε στα του gameplay. Αρχικά σε αυτό το παιχνίδι αφήνουμε πίσω τα crafting custom grenades και τα brotherhoods που σφυράς και έρχονται για back up. Εδώ έχουμε μόνο όπλα και skills προς ξεκλείδωμα. Αλλαγμένο και το σύστημα μάχης, με το παιχνίδι να δανείζεται στοιχεία από τα παιχνίδια της From Software και την σειρά Demons/Dark Souls. Ελαφριές και δυνατές επιθέσεις, dodge και block χαρακτηρίζουν το σύστημα μάχης, ενώ όταν συμπληρώνεται η μπάρα αδρεναλίνης μπορεί να χρησιμοποιηθεί μία επιπλέον κίνηση. Γενικά, μπορεί να ακούγεται δύσκολο, αλλά στην πράξη λίγο button smashing και αρκετή κίνηση στον χώρο είναι αρκετή, μαζί με επιτυχημένα blocks και αποφυγές. Σίγουρα η Ubisoft δεν ανακάλυψε τον τροχό, αλλά πρόκειται για βελτίωση από τα προηγούμενα παιχνίδια της σειράς. Σε κάθε μάχη κερδίζεται XP, τα οποία σας ανεβάζουν level και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το ξεκλείδωμα δυνατοτήτων. Αντίστοιχα, και οι εχθροί έχουν level που δείχνουν πόσο εύκολα μπορείτε να τους αντιμετωπίσετε κατά μέτωπο ή να επιλέξετε το safe, το stealth.
Το Eagle Vision αντικαταστάθηκε από έναν κυριολεκτικό Αετό, τον Semu, με τον οποίο μπορείτε να πετάτε σε περιοχές μακρινές αλλά και να μαρκάρετε εχθρούς με παρόμοιο τρόπο που λειτουργούσε το Drone στο άλλο παιχνίδι της Ubisoft, Watch_Dogs 2. Εξαιρετικά σημαντικό εργαλείο για όσες αποστολές χρειάζονται ή συνιστούν stealth προσέγγιση. Και μιλώντας για stealth, κρίνεται σκόπιμη η αναφορά στην τεχνητή νοημοσύνη του παιχνιδιού που καμία φορά ξενίζει. Ορισμένοι εχθροί μπορεί να ακούσουν ακόμη και γάτα στα 300 μέτρα, ενώ μερικοί άλλοι μπορεί να μη σε δουν να σκοτώνεις τον κολλητό τους ενώ πίνουν καφέ. Ακραίο παράδειγμα, αλλά καταλαβαίνετε τι εννοώ.
Στα του οπτικού τομέα, χρειάζεται να αναφέρω πως για τις ανάγκες του review έπαιξα την έκδοση του PS4, με τα προηγούμενα χρόνια να ασχολούμαι με τα Unity και Syndicate στον υπολογιστή μου. Τουτέστιν, η τελευταία μου εμπειρία Assassin’s Creed σε κονσόλα πρέπει να ήταν το Black Flag, όταν η κονσόλα της Sony πρωτοείχε κυκλοφορήσει. Και ενώ η ομορφιά της Αιγύπτου αποτυπώνεται υπέροχα στο ψηφιακό περιβάλλον της Ubisoft και σε έναν αχανή και τεράστιο χάρτη, μερικά προβλήματα ήλπιζα πως θα είχα διορθωθεί εν έτει 2017. Αρχικά, το παιχνίδι πολλές φορές μοιάζει λίγο “θολό”, σαν αποτέλεσμα της δυναμικής ανάλυσης που ανεβοκατεβαίνει και του temporal Anti-aliasing που έχει υιοθετηθεί. Και αφετέρου, το “κουσούρι” που κουβαλάει η μηχανή γραφικών εδώ και μία δεκαετία από το μακρινό 2007 και την περιπέτεια του Altair, με το draw distance να βγάζει μάτι και αντικείμενα να πετάγονται σε πολύ κοντινές αποστάσεις. Μικρό το κακό θα μου πείτε, αλλά σε ένα εξαιρετικό σύνολο αποτελούν παραφωνία και πρέπει να τονιστούν. Πιθανώς η κατάσταση να βελτιώνεται στο PS4 Pro (ή στο Xbox One X όταν κυκλοφορήσει), αλλά το review έγινε στην απλή έκδοση της κονσόλας της Sony. Στο ίδιο πολύ καλό επίπεδο στέκεται και ο ηχητικός τομέας, με την μουσική επένδυση του τίτλου να δένει με το setting, και τα voice overs να στέκονται στο ύψος των περιστάσεων. Στα μείον πρέπει να προστεθεί το loading που υπάρχει ακόμη και στα fast travels ή όταν απενεργοποιείται ο Semu και πρέπει να φορτωθεί εκ νέου η περιοχή που είναι ο Bayek.
Πρέπει να σημειωθεί πως στο παιχνίδι υπάρχουν μικροσυναλλαγές, κυρίως αντικειμένων που μπορούν να βρεθούν σε loot boxes. Έτσι με λίγα λεφτά είναι εφικτή η αγορά σπάνιων όπλων και στολών, τα οποία βρίσκονται και στο παιχνίδι χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Οι μικροσυναλλαγές είναι μάλλον της μόδας και η Ubi αποφάσισε να τις ενσωματώσει και σε ένα καθαρόαιμο single player τίτλο.
Κλείνοντας, το Assassin’s Creed Origins δεν είναι το καλύτερο παιχνίδι που θα παίξετε, αλλά είναι σίγουρα το καλύτερο Assassin’s Creed της τελευταίας πενταετίας. Όσοι αγαπάτε την σειρά θα χαρείτε να δείτε την αρχή και την γέννηση των Assassins μέσα από μία εξαιρετική ιστορία μίσους και εκδίκησης, σε ένα πανέμορφο ψηφιακό κόσμο, σε ένα ταξίδι στην ιστορία που μόνο αυτή η σειρά καταφέρνει. Τα δύο χρόνια ανάπτυξης φαίνονται πάνω στο παιχνίδι και στη δουλειά που έχει “πέσει” από την Ubisoft Montreal, και ελπίζουμε ο διετής κύκλος ανάπτυξης να καθιερωθεί προκειμένου να δοθεί στο franchise χώρος για ανανέωση και βελτίωση.