Game of Thrones

Ομολογώ ότι ξεκίνησα με βαριά καρδιά να παίζω το Game of Thrones. Κατ’ αρχάς, μιλάμε για το A Song of Ice And Fire, το βιβλίο του George R.R. Martin που πρόσφατα μεταφέρθηκε επιτυχημένα σε σειρά από το HBO το οποίο δανείστηκε τον τίτλο του πρώτου βιβλίου και κατέληξε να αποτελεί φαινόμενο. Αυτό που με προβλημάτισε είναι το κατά πόσο μία μεταφορά της επιτυχημένης συνταγής θα απέδιδε σε ένα video game και το A Game of Thrones: Genesis που κυκλοφόρησε πρόσφατα, δεν με βοήθησε να “ψηθώ” ιδιαίτερα. Για τις ανάγκες του παρόντος review, όμως, “αναγκάστηκα” να δαπανήσω 30 ώρες ελεύθερου χρόνου. Τελικά άξιζαν;

Cause the night is dark and full of terrors

Η Cyanide, αποφάσισε ύστερα από την αποτυχία του Genesis να αλλάξει μονοπάτια για την σειρά κάνοντας στροφή στα RPG. Τα γεγονότα του παιχνιδιού λαμβάνουν χώρα λίγο πριν τη σειρά και το βιβλίο. Οι πρωταγωνιστές και επομένως και οι παίχτες που χειριζόμαστε είναι δύο. Ο πρώτος εξ αυτών, Mors Westford, είναι -υψηλόβαθμο θα μπορούσαμε να πούμε- μέλος της Night’s Watch, της νυχτερινής φρουράς που προστατεύει το βασίλειο από τους κινδύνους που εγκυμονούν πέρα από το τοίχος. Το παρελθόν του κρύβει τη ζωή ενός ιππότη ταγμένου στον οίκο των Lannister, ενώ ο λόγος που βρέθηκε εξόριστος στο τοίχος είναι αρχικά άγνωστος. Ο δεύτερος πρωταγωνιστής ονομάζεται Alester Sarwyck και είναι ο πρωτότοκος γιος της οικογενείας Sarwyck που διαχειρίζεται το Riverspring. Αυτός, αυτοεξορίστηκε(για άγνωστο λόγο) 15 χρόνια πριν, στην διάρκεια των οποίων ζούσε πέρα από τη Narrow Sea ασπάζοντας εν τέλει ως ιερέας(Red Priest) τη θρησκεία του R’Hllor, του Κόκκινου Θεού(The Lord of Light). Στην αρχή του παιχνιδιού, επιστρέφει στο Riversprings ύστερα από την αναγγελία του θανάτου του πατέρα του και βλέποντας το εξαθλιωμένο αποφασίζει να διορθώσει τα σπασμένα. Τα πάντα, όμως, περιπλέκονται ύστερα από τον θάνατο ενός σημαντικού προσώπου(πρόσωπο-κλειδί και στη σειρά/ βιβλία) και οι ισορροπίες στις ζωές των δύο πρωταγωνιστών μεταβάλλονται. Δεν θα ήθελα να προχωρήσω την εξιστόρηση αφού η Cyanide στον τομέα του σεναρίου και της πλοκής έκανε πραγματικά καλή δουλειά εκπλήσσοντας με θετικά. Η μετάβαση από χαρακτήρα σε χαρακτήρα αρχικά γίνεται ανά chapter με το κάθε ένα να σταματάει σε κομβικό σημείο αφήνοντας τον παίχτη σε αγωνία. Αυτό ενώ εμένα με ικανοποίησε, σε κάποιους ίσως να φανεί αποπροσανατολιστικό και κουραστικό.

A shadow on the wall

Ήδη από την κυκλοφορία του τίτλου στην Αμερική ακούστηκαν αρκετά αρνητικά σχόλια για τον τεχνικό τομέα του τίτλου. Η αλήθεια είναι ότι στον συγκεκριμένο τομέα, ο τίτλος δεν διεκδικεί δάφνες. Τα γραφικά του τίτλου είναι μέτρια επιστρέφοντας μας στο 2007, ενώ τα animations είναι απαρχαιωμένα. Σαφώς και δεν μιλάμε για τεχνολογία PlayStation 2 όπως ακούστηκε, όμως η αλήθεια είναι ότι λόγω έλλειψης budget, το γαλλικό στούντιο απογοητεύει σε αυτόν τον τομέα. Τα τοπία δεν θυμίζουν σε τίποτα το βαρύ όνομα του τίτλου, το lip sync είναι ανύπαρκτο και οι ερμηνείες εποιικώς απαράδεκτες, ειδικά όταν στο cast συμπεριλαμβάνονται ονόματα της ομώνυμης σειράς. Άλλη μία χαμένη ευκαιρία της Cyanide βρίσκεται στον ηχητικό τομέα ο οποίος δεν εκμεταλλεύεται τα επικά soundtracks της σειράς αφήνοντας μας, μόνο με μία ευχάριστη και γλυκιά μελωδία που αντηχεί σπάνια. Τα ηχητικά εφέ κινούνται στα βασικά χωρίς να απογοητεύουν.

Όμως μιλάμε για ένα RPG που απαιτείτε να έχει κάποιους ιδιαίτερους μηχανισμούς. Ο κάθε παίχτης έχει μία καταρχήν ιδιαίτερη ικανότητα. Ο Mors διαθέτει μία ικανότητα με την οποία μπορεί να ελέγχει το “σκυλάκι” του, ενώ ο Alester ως Red Priest δανείζεται κάποιες ικανότητες από τον R’Hllor. Πέρα αυτών, αρχικά ο παίχτης καλείτε για κάθε έναν να διαλέξει μία class που θα τον συντροφεύσει στη διάρκεια του τίτλου. Ύστερα, πρέπει να επιλέξει κάποιες δυνάμεις και αδυναμίες τους παίχτη του. Στη συνέχεια, πέρα από το υποτυπώδες σύστημα αναβάθμισης, διατίθεται ένα δέντρο ικανοτήτων για τον ήρωα που δυστυχώς περιορίζεται σε λιγοστές επιλογές. Όλα τα παραπάνω, λοιπόν, μας θυμίζουν ότι μιλάμε για ένα RPG αν και οι μηχανισμοί του χρήζουν βελτιώσεως.

A Song of Ice And Fire

Το gameplay, ωστόσο είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Τα -πάρα πολλά- cutscenes εμπλουτίζονται με το πλέον γνωστό σύστημα διαλόγου το οποίο διαθέτει διάφορες επιλογές για ανταπόκριση. Τα cutscenes τώρα είναι τόσο πολλά και τόσο μεγάλα που ενδέχεται να κουράσουν ορισμένους σε σημείο που να αφήσουν το παιχνίδι. Και το θέμα δεν είναι τα πολλά cutscenes αφού θεωρητικά σχηματίζουν μία πολυδαίδαλη πλοκή, όμως αυτό δεν συμβαίνει στην πράξη. Η Cyanide με σκοπό να προσθέσει μερικές ακόμα ώρες παιχνιδιού, γέμισε τον τίτλο με ανούσιους και βαρετούς διαλόγους. Το ίδιο ισχύει και για τις δευτερεύουσες αποστολές που ύστερα από ένα σημείο αποτελούν βασανιστήριο για τον παίχτη. Το σύστημα μάχης μοιάζει αρκετά με αυτό του Witcher 2 ενώ δυστυχώς απαιτεί κάποιον χρόνο για να συνηθιστεί. Με ένα πάτημα, ο παίχτης κάνει τον χρόνο να κυλάει πιο αργά προσθέτοντας εντολές επίθεσης και εφαρμογής ειδικών ικανοτήτων στην ουρά. Μάλιστα προς το τέλος, οι δημιουργοί αποφάσισαν να αντιγράψουν κάτι από τη δυσκολία του Dark Souls κάνοντας μας να πετάμε χειριστήρια από τα παράθυρα.

The Winter is Coming

Εν κατακλείδι, το Game of Thrones δεν αποτελεί το επόμενο RPG που θα καθηλώσει. Δεν θα ήθελα να το χαρακτηρίσω ως κακό παιχνίδι, αφού πολλούς -συμπεριλαμβανομένου και εμένα- θα τους κρατήσει για τριάντα ώρες χάρη στο σενάριο και την πλοκή του που διαφέρουν από το βιβλίο/ σειρά(σοφή η επιλογή της Cyanide). Συγκεντρωτικά μιλάμε για έναν τίτλο που εάν διέθετε μεγαλύτερο budget και λίγο περισσότερο χρόνο θα μπορούσε να κοιτάξει στα μάτια τα μεγάλα ονόματα του RPG.

Ευχαριστούμε τη CD Media για την παραχώρηση του αντιγράφου.
Πάρις Παύλος Γιακουμάκης για το Xgamers.gr